Στραβισμός

Ο στραβισμός είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία οι άξονες των δύο ματιών δεν είναι παράλληλοι μεταξύ τους με αποτέλεσμα τα μάτια να κοιτάνε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο στραβισμός παρατηρείται στο 4% του πληθυσμού. Το παιδί με στραβισμό στερείται διόφθαλμης όρασης με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χάσει την όρασή του στο μάτι που στραβίζει, γεγονός που θα το συνοδεύει για το υπόλοιπο της ζωής του εάν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως.

Το κυριότερο σύμπτωμα που ανησυχεί τον γονέα είναι το αισθητικό πρόβλημα το οποίο εξαρτάται από τη γωνία του στραβισμού που μπορεί να είναι ελάχιστη ή και πολύ μεγάλη. Συγκεκριμένα το παιδί προσηλώνει σε ένα αντικείμενο μόνο με το ένα μάτι ενώ το άλλο παρεκκλίνει. Η παρέκκλιση αυτή μπορεί να είναι προς τα έσω (εσωτροπία), προς τα έξω (εξωτροπία), προς τα άνω (υπερτρωπία) ή προς τα κάτω (υποτροπία). Επίσης, ο στραβισμός μπορεί να εμφανίζεται συνεχώς ή περιστασιακά (διαλείπων στραβισμός) όταν το παιδί είναι αφηρημένο ή κουρασμένο (προς το τέλος της ημέρας). Ακόμη, ορισμένα παιδιά προκειμένου να δουν καθαρά ή να ευθυγραμμίσουν τα μάτια τους, γέρνουν το κεφάλι τους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Πέραν όμως από το κοσμητικό πρόβλημα ο στραβισμός οδηγεί στην εξασθένηση της όρασης και την εμφάνιση της αμβλυωπίας. Ο παιδικός εγκέφαλος μαθαίνει να αγνοεί την εικόνα που φτάνει σε αυτόν από το μάτι που στραβίζει με αποτέλεσμα να χάνεται η στερεοτακτική όραση και η αίσθηση του βάθους. Μικρού μεγέθους στραβισμοί μπορεί να προκαλέσουν επίσης πονοκεφάλους και προβλήματα στο διάβασμα κυρίως σε περιπτώσεις αποκλίνοντος στραβισμού (όταν δηλαδή τα μάτια παρεκκλίνουν προς τα έξω) λόγω της προσπάθειας του εγκεφάλου να κρατήσει τα μάτια ευθυγραμμισμένα.

Το κάθε μάτι έχει έξι μύες (εξοφθάλμιοι μύες) οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την κινητικότητά του και οι οποίοι συνεργάζονται αρμονικά με του μύες του άλλου ματιού με εντολή που δέχονται από νεύρα μέσω του εγκεφάλου. Οποιαδήποτε κατά συνέπεια βλάβη στους μύες ή στα νεύρα ή στα κέντρα του εγκεφάλου που ελέγχουν την οφθαλμοκινητικότητα μπορεί να προκαλέσει στραβισμό και να επηρεάσει την διόφθαλμη όρασή τους.

Οι πιο συχνές αιτίες στραβισμού είναι η προωρότητα και η κληρονομικότητα. Συγκεκριμένα, εάν το βάρος γέννησης ενός πρόωρου νεογνού είναι λιγότερο από 2500 γρ τότε η πιθανότητα εμφάνισης στραβισμού αυξάνεται κατά 4 φορές ενώ για πρόωρα νεογνά με βάρος γέννησης μικρότερο από 1500 γρ η πιθανότητα εμφάνισης στραβισμού αυξάνεται κατά 7 φορές. Επίσης, ιατρικές μελέτες έχουν δείξει ότι εάν ένας από τους γονείς έχει στραβισμό τότε η πιθανότητα εμφάνισης στραβισμού στο παιδί του ανέρχεται στο 30%. Επιπρόσθετα το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της κύησης και η χρήση ναρκωτικών ουσιών καθώς και αλκοόλ αυξάνουν κατακόρυφα την πιθανότητα εμφάνισης στραβισμού.

Ωστόσο, η πιο συχνή αιτία στραβισμού στα παιδιά είναι τα διαθλαστικά σφάλματα και ιδιαίτερα η υψηλή υπερμετρωπία. Το παιδί στην προσπάθειά του να υπερκεράσει το διαθλαστικό σφάλμα και να δει «καθαρά» αρχίζει και στραβίζει και τα μάτια αρχίζουν και συγκλίνουν προς τα έσω.
Άλλες αιτίες στραβισμού είναι νευρολογικές παθήσεις, σύνδρομο Down, όγκοι εγκεφάλου, συγγενής υδροκέφαλος, τραύμα των οφθαλμικών κόγχων, εγκεφαλική αιμορραγία καθώς και σύνδρομα κρανιοσυνοστέωσης, όπου υπάρχουν ανατομικές παραλλαγές στους οφθαλμικούς κόγχους και στους εξωφθάλμιους μύες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις, δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτία για την εμφάνιση του στραβισμού στα παιδιά.

Οποτεδήποτε λοιπόν υπάρχει η παραμικρή υπόνοια ότι μπορεί το παιδί να έχει στραβισμό θα πρέπει να γίνεται πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος από εξειδικευμένο παιδοφθαλμίατρο, και αυτό ώστε αρχικά να γίνει σωστά η διάγνωση ή μη του στραβισμού. Ορισμένα νεογνά έχουν το λεγόμενο «ψευδοστραβισμό». Στις περιπτώσεις αυτές η ανατομία του προσώπου του νεογνού-και πιο συγκεκριμένα η ύπαρξη πλατιάς βάσης της μύτης η οποία δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως σε αυτή την ηλικία καθώς και δερματικές πτυχές ρινικά (επίκανθος) στα βλέφαρα δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχει συγκλίνων στραβισμός. Με την πάροδο του χρόνου και καθώς το πρόσωπο μεγαλώνει και σχηματίζεται η αίσθηση αυτή του στραβισμού εξαφανίζεται. Πέραν αυτών, ο παιδοφθαλμίατρος θα ελέγξει την οφθαλμοκινητικότητα, τη συνεργασία των δύο οφθαλμών, την οπτική του οξύτητα καθώς και τη στερεοτακτική όραση του παιδιού και θα αποφασίσει πιο συγκεκριμένο θεραπευτικό πλάνο θα ακολουθήσει για την αντιμετώπισή του.

Γιατί να επιλέξω την Δρ. Αδαμοπούλου;

Η παιδοφθαλμίατρος έχει εξειδικευθεί στην αντιμετώπιση των οφθαλμικών προβλημάτων των παιδιών, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της παιδικής οφθαλμολογίας και τις ειδικές ανάγκες των μικρών ασθενών. Επιπλέον, διαθέτει την εξειδίκευση και την εμπειρία για να επικοινωνεί αποτελεσματικά με τα παιδιά και να διεξάγει εξετάσεις με ευαισθησία και κατανόηση. Η επίσκεψη στην κυρία Αδαμοπούλου, παρέχει στους γονείς τη βεβαιότητα ότι η όραση και η υγεία των παιδιών τους βρίσκονται σε καλά χέρια.

Θεραπευτική Αντιμετώπιση

Η θεραπευτική αντιμετώπιση του στραβισμού εξαρτάται από το είδος, την αιτία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται ένα εξατομικευμένο πλάνο από ειδικό παιδοφθαλμίατρο με εμπειρία στις παθήσεις του στραβισμού. Στην παιδική ηλικία η αντιμετώπιση του στραβισμού δεν αποβλέπει μόνο στην διόρθωση του κοσμητικού προβλήματος αλλά είναι καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργική ανάπτυξη του οφθαλμού των παιδιών και περιλαμβάνει την εφαρμογή γυαλιών, τη χειρουργική αντιμετώπιση ή την χρήση ενέσεων botox στους εξωφθάλμιους μύες. Πριν τη χειρουργική αποκατάσταση του στραβισμού θα πρέπει να δίνεται βάρος στην αντιμετώπιση της αμβλυωπίας. Σκοπός είναι να βελτιωθεί η οπτική οξύτητα στο μάτι που στραβίζει πριν τη χειρουργική αποκατάσταση. Αυτό γιατί το χειρουργικό αποτέλεσμα είναι καλύτερο, χωρίς τον κίνδυνο υπερδιόρθωσης ή υποδιόρθωσης, και επιτυγχάνεται με τη συνεργασία του παιδοφθαλμιάτρου με το γονιό ο οποίος θα πρέπει να εφαρμόζει τη θεραπεία καθημερινά. Αυτή περιλαμβάνει το κλείσιμο του καλού ματιού ή σε περίπτωση που το παιδί δεν το δέχεται, τη χρήση ειδικών σταγόνων που θολώνουν την όραση στο καλό μάτι ώστε το παιδί να αρχίσει να χρησιμοποιεί το «αδύναμο» μάτι.

Από κει και έπειτα η οριστική αντιμετώπιση του στραβισμού είναι χειρουργική. Ο σχεδιασμός του χειρουργικού πλάνου είναι εξαιρετικής σημασίας και θα πρέπει πάντα να γίνεται από εξειδικευμένο παιδοφθαλμίατρο/στραβισμολόγο

Σε γενικές γραμμές η χειρουργική αποκατάσταση του στραβισμού βασίζεται στην ενδυνάμωση ή στην αποδυνάμωση των εξοφθαλμιών μυών, με τη χρήση ραμμάτων που απορροφόνται αυτόματα με το πέρας του χρόνου (μέσα σε εβδομάδες). Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοστούν ενέσεις Botox στους εξοφθάλμιους μύες για την αντιμετώπιση του στραβισμού. Στην περίπτωση όμως αυτή το αποτέλεσμα είναι παροδικό και διαρκεί 3 περίπου μήνες. Για το λόγο αυτό, η θεραπεία με ενέσεις botox έχει συγκεκριμένες ενδείξεις (κυρίως συγγενή εσωτροπία ή στραβισμούς ενηλίκων) και δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής από το σύνολο των στραβισμολόγων.
Η επέμβαση του στραβισμού μπορεί να χρειαστεί να επαναληφθεί σε ποσοστό 10-20% δεδομένου ότι ο στραβισμός μπορεί να υποτροπιάσει. Αυτο εξαρτάται από το είδος του στραβισμού και το προσδοκώμενο μετεγχειρητικό αποτέλεσμα.
Η επέμβαση δεν απαιτεί νοσηλεία και το παιδί εξέρχεται από το νοσοκομείο λίγες ώρες μετά το χειρουργείο. Σε ότι αφορά την μετεγχειρητική του πορεία, η ανάρρωση είναι ταχεία, και χρειάζεται θεραπεία με σταγόνες ή οφθαλμική αλοιφή για χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας.

Σημαντική Συμβουλή:

Οι πληροφορίες που θα βρείτε στα κείμενά μας αν και έγκυρες,
σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την εξατομικευμένη διάγνωση.

Εάν αντιμετωπίζετε το οποιαδήποτε πρόβλημα,
μη διστάσετε να επικοινωνήσετε με την παιδο-οφθαλμίατρο
Χρυσαυγή Αδαμοπούλου.

Φόρμα Επικοινωνίας

Τα Νέα Μας